Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραβάν το [paraván] Ο (άκλ.) : συρόμενη, πτυσσόμενη (μονιμότερη ή προσωρινή) κατασκευή από ξύλο, μέταλλο, ύφασμα κτλ. που χρησιμοποιείται για να απομονώνει, να διαχωρίζει χώρους ή τμήματα χώρων: Στις βουλευτικές εκλογές η ψηφοφορία διεξάγεται πίσω από ειδικό ~. Ξεντύθηκε πίσω από ένα ~.
[λόγ. < γαλλ. paravent < ιταλ. paravento]
[Λεξικό Κριαρά]
- παραβάνω.
-
- Εξασφαλίζω τροφή, τρέφω (πβ. παραβάλλω IΆ1):
- (Ασσίζ. 45219‑20).
[<παραβάλλω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. με διαφορ. σημασ.]
- Εξασφαλίζω τροφή, τρέφω (πβ. παραβάλλω IΆ1):