Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραβάλλω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραβάλλω [paraválo] -ομαι Ρ πρτ. παρέβαλλα, αόρ. παρέβαλα, απαρέμφ. παραβάλει, παθ. αόρ. παραβλήθηκα, απαρέμφ. παραβληθεί : συγκρίνω κτ. με κτ. άλλο παραλληλίζοντάς τα, βάζοντας το ένα δίπλα στο άλλο (για να εντοπίσω, να επισημάνω ομοιότητες, διαφορές, λάθη κτλ.): ~ το χειρόγραφο με το τυπωμένο κείμενο. || παράβαλε (συντομογρ. πρβ.), για να δηλωθεί παραπομπή, κυρίως σε κείμενα: Πρβ. σελίδα 58. || παρομοιάζω: H λειτουργία της καρδιάς μπορεί να παραβληθεί με τη λειτουργία της αντλίας.

[λόγ. < αρχ. παραβάλλω]

[Λεξικό Κριαρά]
παραβάλλω.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ.
      • 1) (Προκ. για τροφή) παραθέτω, παρέχω· ταΐζω:
        • (Ορνεοσ. 5804), (Ορνεοσ. αγρ. 5655), (Προδρ. I 101).
      • 2) Συγκρίνω:
        • (Κορων., Μπούας 46).
    • Β́ (Αμτβ.) συγκρούομαι:
      • Ώσπερ τις λίθος … προς πέτρον … παραβαλών αύθις παλινδρομείται (Πρέσβ. ιππ. 13).
  • II. Μέσ.
    • 1) Παρατάσσομαι:
      • (Αλεξ. 2486).
    • 2) Κυριεύομαι από αλαζονεία:
      • (Χρον. Τόκκων 2445).

[αρχ. παραβάλλω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες