Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρίσταμαι [parístame] Ρ ενεστ. παρίστασαι, παρίσταται, παριστάμεθα, παρίστασθε, παρίστανται, πρτ. γ' πρόσ. παρίστατο, παρίσταντο, αόρ. γ' πρόσ. παρέστη, παρέστησαν, απαρέμφ. παραστεί : (λόγ.) είμαι παρών, συμμετέχω με την παρουσία μου σε ένα χώρο όπου συμβαίνει κτ., σε μια εκδήλωση κτλ., παρευρίσκομαι: Στην τελετή παρέστησαν οι τοπικές αρχές. Οι παριστάμενοι χειροκρότησαν θερμά τον ομιλητή. || (στο γ' εν. πρόσ.) Παρίσταται ανάγκη, παρουσιάζεται, προκύπτει: Aν παραστεί ανάγκη, θα επέμβει η αστυνομία. || (νομ.) υπερασπίζω κπ. στο δικαστήριο ως συνήγορος.
[λόγ. < αρχ. παρίστημι, παρίσταμαι]