Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρήγορος -η -ο [paríγoros] Ε5 : που προσφέρει παρηγοριά, ανακούφιση, που δίνει ενθάρρυνση, ελπίδα: Tο ότι υπάρχουν ακόμα έστω και λίγοι τίμιοι άνθρωποι είναι παρήγορο γεγονός.
[λόγ. < αρχ. παρήγορος]