Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρέχω [paréxo] -ομαι Ρ πρτ. παρείχα, αόρ. γ' πρόσ. παρέσχε, παρέσχεσαν, απαρέμφ. παράσχει, παθ. αόρ. παρασχέθηκα, απαρέμφ. παρασχε θεί : δίνω, προσφέρω, προμηθεύω, εξασφαλίζω κτ. σε κπ.: ~ υποστήριξη / ευκαιρίες / διευκολύνσεις / εφόδια / υπηρεσίες / διαβεβαίωση / εγγυήσεις. Ο μισθός του του παρέχει τη δυνατότητα να ζει άνετα. Tο IKA παρέ χει στους ασφαλισμένους του ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Στον τραυματία παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες. Στον τουρισμό οι παρεχόμενες υπηρεσίες είναι συχνά χαμηλής ποιότητας.
[λόγ. < αρχ. παρέχω]