Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρέλκυση η [parélkisi] Ο33 : (λόγ.) σκόπιμη, ηθελημένη καθυστέρηση, επιμήκυνση του χρονικού διαστήματος μέσα στο οποίο (πρέπει να) γίνεται κτ., τρενάρισμα.
[λόγ. < ελνστ. παρέλκυ(σις) -ση]