Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρέκει [paréki] επίρρ. τοπ. : (λαϊκότρ.) παρακεί. (έκφρ.) ως εδώ* και μη ~!
[μσν. παρέκει < ελνστ. παρεκεῖ `εκεί κοντά΄ (μετακ. τόνου όπως συχνά στα σύνθ.)]