Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρέκβαση η [parékvasi] Ο33 : η απομάκρυνση ενός ομιλητή, ενός συγγραφέα από το κύριο θέμα: Ο ομιλητής έφευγε συχνά από το θέμα κι έκα νε μεγάλες και κουραστικές παρεκβάσεις.
[λόγ. < αρχ. παρέκβα(σις) -ση]