Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρέα η [paréa] Ο25 : 1. ομάδα προσώπων που συνδέονται με σχέσεις φιλίας ή γνωριμίας, συντροφιά: Mεγάλη / μικρή / χαρούμενη / δεμένη ~. ~ φίλων / συμφοιτητών / διανοουμένων / αγοριών / κοριτσιών / νεαρών. Έλα στην ~ μας. Θυσιάζεται για την ~. Έγινε παρεξήγηση με τη διπλανή ~. Έρχονταν / έφευγαν παρέες παρέες, κατά ομάδες. Δεν είμαι μόνος μου, είμαι με ~, με ένα ή περισσότερα άτομα. 2. σχέση φιλίας ή γνωριμίας, κοινωνική συναναστροφή, συντροφιά: Kάνω ~ με κπ., συναναστρέφομαι μαζί του. Έλα να μου κάνεις ~. Kόβω τις παρέες με κπ. Δεν κάνει / πιάνει εύκολα παρέες. Έμπλεξε με κακές παρέες. || Θα τους κάνεις ~ στη φυλακή, θα πας κι εσύ φυλακή. 3. πρόσωπο με το οποίο συνδέεται κανείς με σχέση φιλίας ή στενής γνωριμίας, φίλος, σύντροφος: Tον έχει μόνιμη ~ του. Δεν τον θέλω για ~ μου. Πάρε την ~ σου κι ελάτε, το πρόσωπο με το οποίο σχετίζεσαι ερωτικά, αισθηματικά. || (και για άψ.): Είχε για ~ το μπουζούκι / το σκύλο του / ένα βιβλίο. || (ως επίρρ.) μαζί, ομαδικά: Πήγαμε όλοι μαζί ~ ως την παραλία. Φάγαμε / ήπιαμε / διασκεδάσαμε ~. Πέρασα μια ευχάριστη βραδιά ~ με τους φίλους μου. Παρέες παρέες, χωρισμένοι σε ομάδες.
παρεούλα η YΠΟKΟΡ. παρεΐτσα η YΠΟKΟΡ. [ισπανοεβραίικο parea < ισπαν. pareja `ζευγάρι΄· πα ρέ(α) -ούλα, -ίτσα]