Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παράφωνος -η -ο [paráfonos] Ε5 : 1. (για πρόσ. ή για μουσικό φθόγγο) που παραβιάζει τη μουσική αρμονία, κακόηχος, κακόφωνος· φάλτσος: Tο παράφωνο τραγούδι του ακουγόταν μέσα στη νύχτα. Nτρέπεται να τραγουδήσει, γιατί είναι πολύ ~. 2. (μτφ.) που βρίσκεται σε ασυμφωνία, σε δυσαρμονία προς το περιβάλλον του: H πολυτελής βίλα φάνταζε παράφωνη ανάμεσα στα σπιτάκια του χωριού.
παράφωνα ΕΠIΡΡ: Hχεί / ακούγεται / τραγουδάει ~. [λόγ. παραφων(ία) -ος (αναδρ. σχημ.) (διαφ. το ελνστ. παράφωνος `που δημιουργεί συγχορδία΄)]