Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παράτολμος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παράτολμος -η -ο [parátolmos] Ε5 : που είναι υπερβολικά, παράλογα τολμηρός, ριψοκίνδυνος: Παράτολμη ενέργεια / πράξη. Παράτολμο σχέδιο / εγχείρημα. παράτολμα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. παράτολμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες