Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παράταση η [parátasi] Ο33 : 1. η επιμήκυνση του (κανονικού, αρχικού, προκαθορισμένου) χρόνου διάρκειας, ισχύος: Δίνω / παίρνω / ζητώ ~. Δε θα δοθεί άλλη ~ στην προθεσμία υποβολής των αιτήσεων. Aποφασίστηκε εξάμηνη ~ της ισχύος του νόμου για το πάγωμα των ενοικίων. ~ της αγωνίας / της αναμονής. Mε την εγχείρηση που έκανε, πήρε ~ ζωής. 2. το χρονικό διάστημα πέρα από το κανονικό, το καθορισμένο: Tο νικητήριο γκολ επιτεύχθηκε στην ~. Ο αγώνας κρίθηκε στην ~.
[λόγ.: 1: αρχ. παράτα(σις) -ση· 2: σημδ. γαλλ. prolongation]