Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παράταξη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παράταξη η [parátaksi] Ο33 : η τοποθέτηση κυρίως προσώπων ή και πραγμάτων σε μια κανονική σειρά, το ένα δίπλα στο άλλο. 1α. (στρατ.) σχηματισμός κατά τον οποίο οι στρατιώτες είναι παραταγμένοι σε ευθύγραμμους στοίχους και ζυγούς: Πυκνή / αραιά ~. Mάχη εκ παρατάξεως, στην οποία τα αντιμέτωπα τμήματα στρατού έχουν παραταχθεί σε κανο νικούς σχηματισμούς. (λόγ. έκφρ.) εν πομπή και παρατάξει: α. με επισημότητα, με πολλές τιμές. β. (ειρ.) με ψεύτικη, κωμική μεγαλοπρέπεια. β. (ναυτ.) σχηματισμός πλοίων κατάλληλος για ναυμαχία. 2. ομάδα ατόμων με κοινές ιδέες, σκοπούς, συμφέροντα ή και οργάνωση: H δημοκρατική / προοδευτική / συντηρητική / δεξιά / αριστερή ~. Πολιτική / συνδικαλιστική ~. 3. (γραμμ.) τρόπος σύνταξης κατά τον οποίο οι προτάσεις τοποθετούνται ισοδύναμες η μια δίπλα στην άλλη, κύριες με κύριες και δευτερεύουσες με δευτερεύουσες: Οι κύριες προτάσεις συνδέονται κατά ~. ANT καθ΄ υπόταξη.

[λόγ.: 1: αρχ. παράταξις (-σις > -ση) (στη σημ. α)· 2: σημδ. γαλλ. front· 3: σημδ. γαλλ. parataxe (< αρχ. παράταξις)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες