Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παράσημο το [parásimo] Ο42 : 1. αντικείμενο από συνήθ. πολύτιμο μέταλ λο, σε διάφορα σχήματα (συνήθ. σταυρού ή άστρου), που απονέμεται ως τιμητική διάκριση σε πρόσωπα για εξαιρετικές υπηρεσίες ή κατορθώμα τα: Tου απένειμαν το ~ του τάγματος του φοίνικα. ~ εξαίρετων πράξεων. Tο στήθος του στρατηγού ήταν φορτωμένο παράσημα. ΦΡ το ~ της ανοιχτής παλάμης, (ειρ.) η μούντζα, το μούντζωμα. 2. (προφ.) αφροδίσιο νόσημα. 3. (προφ.) λεκές, λίγδα.
[λόγ. < αρχ. παράσημον `διακριτικό σημάδι, έμβλημα΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρασημοφόρηση η [parasimofórisi] Ο33 : η παρασημοφορία.
[λόγ. παρασημοφορη- (παρασημοφορώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρασημοφορία η [parasimoforía] Ο25 : η ενέργεια, η διαδικασία απονομής παράσημου σε κπ.: Tελετή παρασημοφορίας.
[λόγ. παρασημοφο ρ(ώ) -ία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρασημοφορώ [parasimoforó] -ούμαι Ρ10.9 : απονέμω σε κπ. παράσημο: Παρασημοφορήθηκε για την προσφορά του στα γράμματα και στις τέχνες.
[λόγ. παράσημ(ον) -ο- + -φορώ]