Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παράπονο το [parápono] Ο42 : 1. συναίσθημα, ψυχική διάθεση που χαρακτηρίζεται από δυσαρέσκεια, λύπη, πίκρα και οφείλεται στην αίσθηση της ατυχίας ή αδικίας που έχει κάποιος: Πικρό / βουβό / μεγάλο / μικρό ~. Έχω πολλά παράπονα από τους φίλους μου, γιατί με ξέχασαν τελείως. Σε ποιον να πω το παράπονό μου; Tο κλάμα / η φωνή / το τραγούδι τους ήταν όλο ~. (έκφρ.) το ΄χω ~, αισθάνομαι πίκρα, απογοήτευση για κτ. με πιάνει / παίρνει το ~, πικραίνομαι (ή και κλαίω) εξαιτίας αδικίας ή ατυχίας που μου συνέβη. 2. η (με ήπιο, συγκρατημένο, συναισθηματικό τρό πο) έκφραση διαμαρτυρίας, αντίρρησης, δυσαρέσκειας (λύπης, πίκρας κτλ.) για αδικίες ή ατυχίες: Yποβάλλω / διατυπώνω / εκφράζω παράπονα. Tμήμα / υπηρεσία / κουτί / κυτίο παραπόνων, όπου απευθύνει κανείς τα παράπονά του (σε δημόσιες υπηρεσίες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις). Kάνω παράπονα, παραπονιέμαι. ΦΡ τα παράπονά σου στο δήμαρχο*.
[μσν. παράπονον < παραπον(ούμαι) -ον (αναδρ. σχημ.)]