Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παράπλευρος -η -ο [paráplevros] Ε5 : που βρίσκεται δίπλα και συνεχόμε να σε κτ. άλλο, πλαϊνός, διπλανός. || (γεωμ.) παράπλευρη επιφάνεια, που αποτελείται από τις έδρες ενός στερεού εκτός των βάσεων: Παράπλευρη επιφάνεια κύλινδρου / πυραμίδας. || (ιατρ.) παράπλευρη κυκλοφορία (αίματος), που γίνεται μέσο γειτονικών αγγείων, όταν η φυσιολογική οδός αχρηστεύεται για κάποιους λόγους.
παραπλεύρως ΕΠIΡΡ (λόγ.) δίπλα. [λόγ. παρα- 1 πλευρ(ά) -ος μτφρδ. γαλλ. latéral· λόγ. παράπλευρ(ος) -ως]