Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παράνυμφος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παράνυμφος ο [paránimfos] Ο19 θηλ. παράνυμφος [paránimfos] Ο36 : (λόγ.) ο κουμπάρος.

[λόγ. < ελνστ. παράνυμφος ὁ, ἡ `συνοδός του γαμπρού ή της νύφης΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες