Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παράλυση η [parálisi] Ο33 : 1. (ιατρ.) εξασθένηση, μείωση ή απώλεια της ικανότητας για κίνηση λόγω βλάβης των νευρικών ινών ή των μυών (μέλους) του σώματος: Mερική / γενική ~. ~ της καρδιάς / των άνω / κάτω άκρων. Tρομώδης ~, η νόσος του Πάρκινσον. 2. (μτφ.) η χαλάρωση, η αποδιοργάνωση, η νέκρωση της λειτουργίας χώρων ή τομέων εργασίας, δραστηριοτήτων, κινήσεων κτλ.: H ~ του κρατικού μηχανισμού / των δημόσιων υπηρεσιών. Οι απεργίες δημιούργησαν χάος και ~ στις συγκοινωνίες.
[λόγ.: 1: ελνστ. παράλυ(σις) -ση· 2: σημδ. γαλλ. paralysie (δες στο παραλυσία)]