Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παράλληλος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παράλληλος ο [parálilos] Ο20α : (αστρον., γεωγρ.) 1. Γήινος ~, καθένας από τους (νοητούς) κύκλους της γήινης σφαίρας, που το επίπεδό του είναι παράλληλο προς αυτό του ισημερινού. 2. Ουράνιος ~, ο (νοητός) κύκλος της ουράνιας σφαίρας, που το επίπεδό του είναι παράλληλο προς αυτό του ισημερινού. || η γραμμή που παριστάνει τους γήινους και τους ουράνιους παραλλήλους στους χάρτες.

[λόγ.: 1: αρχ. παράλληλος· 2: σημδ. γαλλ. parallèle (céleste)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παράλληλος -η -ο [parálilos] Ε5 : 1. (γεωμ.) που όλα τα σημεία του απέχουν ίση απόσταση από τα σημεία ενός άλλου: Παράλληλες ευθείες / γραμμές, που όσο και αν προεκταθούν δε συναντώνται. Παράλληλα επίπεδα, που όσο και αν προεκταθούν δεν έχουν κοινά σημεία. Παράλληλες καμπύλες, επίπεδες καμπύλες, που όλα τα σημεία της μιας απέχουν ίση απόσταση από τα σημεία της άλλης. || (αστρον., γεωγρ.) ~ κύκλος, ο παράλληλος. 2. που βρίσκεται δίπλα σε κπ. άλλο και στην ίδια ή σε αντίθετη με αυτόν κατεύθυνση: Παράλληλοι δρόμοι. Παράλληλες σιδηροτροχιές. Aκολούθησαν ένα δευτερεύοντα δρόμο παράλληλο προς τον κεντρικό. || (ηλεκτρολ.) παράλληλη διάταξη / σύνδεση, (σε αγωγούς, γεννήτριες, αντιστάσεις κτλ.) που οι ακροδέκτες της είναι ενωμένοι σε δύο και τα αυτά σημεία. 3. που γίνεται ή που συμβαίνει συγχρόνως, κατά τον ίδιο, όμοιο ή ανάλογο τρόπο με κτ. άλλο, χωρίς όμως και να ταυτίζεται με αυτό: Παράλληλα γεγονότα / φαινόμενα. Παράλληλες εξελίξεις / δραστηριότητες / επιδιώξεις / λειτουργίες. (έκφρ.) παράλληλοι βίοι, που παρουσιάζουν ομοιότητες, αναλογίες. 4. που προστίθεται σε κπ. άλλο, που τον συμπληρώνει: Παράλληλες ενέργειες. Παράλληλη απασχόληση. Xρειάζεται η παράλληλη εφαρμογή μιας τολμηρής εκπαιδευτικής και πολιτιστικής πολιτικής στα σχολεία. Aπαγορεύεται η παράλληλη άσκηση δύο επαγγελμάτων στο δημόσιο. (λόγ. έκφρ.) εκ παραλλήλου, παράλλη λα. || (λογ.) παράλληλες έννοιες, που (ως είδη) υπάγονται σε μια πλατύτε ρη έννοια (γένους) αλλά κανένα αντικείμενο της μιας δεν περιέχεται στο πλάτος της άλλης. || (ρητορ.) σχήμα εκ παραλλήλου, όπου μια έννοια διατυπώνεται θετικά και συγχρόνως αρνητικά, π.χ. «Nα το θυμηθείς και να μην το ξεχάσεις». παράλληλα ΕΠIΡΡ: Οι σιδηροδρομικές γραμμές προχωρούν ~ προς τον αυτοκινητόδρομο. Tα γεγονότα εξελίχτηκαν ~. Οι δυο πόλεις αναπτύχθηκαν ~. Θα σπουδάζω και ~ θα δουλεύω. Οι αντιστάσεις είναι συνδεδεμένες ~. Έκανε επιθέσεις και ~ φρόντιζε και την άμυνά του.

[λόγ.: 1-3: αρχ. παράλληλος· 4: σημδ. γαλλ. parallèle < αρχ. παράλληλος (η ρητορ. σημ. ελνστ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες