Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παράλλαξη η [parálaksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παραλλά ζω. α. (αστρον.) η διαφορά στη διεύθυνση ενός ουράνιου αντικειμένου, όπως αυτό φαίνεται από δύο σημεία που απέχουν πολύ μεταξύ τους: Γωνία παράλλαξης. β. στην τοπογραφία, η διαφορά στην κατεύθυνση ή η μετατόπιση στη φαινομενική θέση ενός αντικειμένου, που οφείλεται στην αλλαγή θέσης του παρατηρητή. γ. (ναυτ.) το πέρασμα πλοίου από κάποιο σημείο της ακτής κάτω από ειδικές συνθήκες πλεύσης.
[λόγ.: α: αρχ. παράλλαξις (-σις > -ση) `αλλαγή θέσης΄· β: ελνστ. σημ.· γ: σημδ. γαλλ. parallaxe < ελνστ. παράλλαξις]