Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παράδεισος ο [paráδisos] Ο20α : 1α. (στην Παλαιά Διαθήκη) Παράδεισος, ο κήπος όπου εγκατέστησε ο Θεός τους πρωτόπλαστους· ο κήπος της Εδέμ: Ο Θεός έδιωξε τον Aδάμ και την Εύα από τον Παράδεισο. β. (στην Kαινή Διαθήκη) Παράδεισος, ουράνιος τόπος, όπου πηγαίνουν οι δίκαιοι και οι πιστοί μετά θάνατον. ANT Kόλαση: Πιστεύεις στον Παράδεισο και στην Kόλαση; Ο Παράδεισος των χριστιανών / των μουσουλμάνων. || Ουρί* του Παραδείσου. (έκφρ.) τα κλειδιά* του Παραδείσου. εδώ είναι η Kόλαση*, εδώ και ο Παράδεισος. ΠAΡ ΦΡ το ξύλο* βγή κε από τον Παράδεισο. 2. (μτφ.) α. εξαιρετικά ωραίος και ευχάριστος τόπος διαμονής: Tο νησάκι που πήγαμε το καλοκαίρι ήταν ~. (έκφρ.) επίγειος* ~. τεχνητός* ~. β. τόπος που είναι ιδανικός για την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων: ~ των κυνηγών / των γυμνιστών / των κλεφτών. H Ελβετία είναι ο ~ των φοροφυγάδων.
[1: αρχ. παράδεισος `κλειστό πάρκο Πέρση άρχοντα΄ < περσ. *pardēz `κήπος΄ (παλ. περσ. pairi-daēza `περιτοιχισμένος χώρος΄) στην ελνστ. σημ.: `κήπος της Εδέμ΄ (σημδ. από τα εβρ.)· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. paradis (στη νέα σημ.) < υστλατ. paradisus < ελνστ. παράδεισος]
[Λεξικό Κριαρά]
- παράδεισος ο· θηλ. παράδεισος· παράδεισο· γεν. παράδεισος.
-
- 1) Πυκνοφυτεμένος τόπος (λιβάδι, άλσος, κήπος, περιβόλι):
- (Διγ. Z 3780)·
- παράδεισος ευρέθη καρπούς και οπώρας, χάριτας, άνθη και φύλλα γέμων (Καλλίμ. 282).
- 2) (Στην Π.Δ.) ο κήπος της Εδέμ, όπου ο Θεός εγκατέστησε τους πρωτόπλαστους:
- (Φυσιολ. 36519), (Χούμνου, Κοσμογ. 116).
- 3) (Στην Κ.Δ.) ουράνιος τόπος διαμονής των αγίων, των αγγέλων και των ψυχών όλων των ενάρετων ανθρώπων:
- Κύριε και ας μ’ έπαιρνες κι εμέν εις τον παράδεισόν σου (Φαλιέρ., Θρ. 165· Βακτ. αρχιερ. 217).
- 4) Τόπος πολύ όμορφος όμοιος με τον παράδεισο:
- Τούτοι 'ναι οι τόποι οι όμορφοι … τούτο 'ναι το περβόλι μου …, παντοτινή παράδεισος (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 75).
- 5) (Μεταφ.) απόλαυση, υπέρτατη ευτυχία:
- Παράδεισος, όντας θωρώ τ’ αργυροπρόσωπό σου (Πανώρ. Β́ 349· Φορτουν. Έ 309).
- 6) (Προκ. για την Παναγία):
- χαίρε, παράδεισε τρυφής (Εις Θεοτ. 100).
- Η λ. ως τοπων.:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 23530).
[<αρχ. ουσ. παράδεισος. Τ. παράεισος η σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Πυκνοφυτεμένος τόπος (λιβάδι, άλσος, κήπος, περιβόλι):