Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παράγγελμα το [parángelma] Ο49 : 1. προφορική διαταγή, εντολή: Γυμναστικό / στρατιωτικό ~. Οι στρατιώτες πρέπει να εκτελούν με ακρίβεια τα παραγγέλματα. || (ειδικότ.) γυμναστικό ή στρατιωτικό παράγγελμα: Προειδοποιητικό ~, το τμήμα του παραγγέλματος που πληροφορεί για το είδος της άσκησης που πρόκειται να εκτελεστεί. Εκτελεστικό ~, το τμήμα του παραγγέλματος κατά το οποίο εκτελείται η άσκηση. 2. σύσταση, προτροπή, συμβουλή: Hθικά παραγγέλματα.
[λόγ. < αρχ. παράγγελμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- παράγγελμα το.
-
- α) Εντολή, πρόσταγμα·
- (εδώ προκ. για το θείο νόμο και το Χριστό):
- (Χριστ. διδασκ. 286), (Διγ. Άνδρ. 3384)·
- (εδώ προκ. για το θείο νόμο και το Χριστό):
- β) συμβουλή, νουθεσία· οδηγία· προτροπή:
- Παρά πατρός προς τον υιόν παράγγελμα (Σπαν. (Λάμπρ.) Va 1· Αγαπ., Γεωπον. 173), (Σοφιαν., Παιδαγ. 104).
[αρχ. ουσ. παράγγελμα. Η λ. και σήμ.]
- α) Εντολή, πρόσταγμα·