Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παράβαση η [parávasi] Ο33 : I. η αθέτηση, η καταπάτηση συμφωνιών, η παραβίαση θεσμοθετημένων κανόνων, κανονισμών κτλ.: Yποπίπτω σε / κάνω ~. Tροχαία ~. ~ νόμου / καθήκοντος. II. (στην αρχ. κωμωδία) πλησίασμα προς τους θεατές, κατά το οποίο ο χορός απευθυνόταν και μιλού σε άμεσα προς αυτούς εκ μέρους του ποιητή.
[λόγ. < ελνστ. παράβα(σις) -ση, αρχ. σημ.: `παράκαμψη΄]