Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παπυρολογικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παπυρολογικός -ή -ό [papirolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην παπυρολογία.

[λόγ. < γαλλ. papyrologique < papyrolog(ie) = παπυρολογ(ία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες