Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παπούτσι το [papútsi] Ο44 : υπόδημα κατασκευασμένο από δέρμα ή και άλλο υλικό (πλαστικό, πανί κτλ.), με σκληρή αλλά εύκαμπτη σόλα στο κάτω μέρος και μαλακότερο δέρμα (ή άλλο υλικό) στο πάνω μέρος, με ή χωρίς τακούνι, που μπορεί να καλύπτει όλο το πόδι ή τμήματά του κυρίως ως κάτω από τον αστράγαλο: Mεγάλο / μικρό / φαρδύ / στενό / ελαφρύ / βαρύ / ψηλοτάκουνο / κομψό / ακριβό / φτηνό / ξώφτερνο / μυτερό / παιδικό / ανδρικό / γυναικείο / καλοκαιρινό / δερμάτινο / πλαστικό ~. ~ παντοφλέ / με κορδόνια. Ορθοπεδικό ~. Bούρτσα / βαφή / κόκαλο / νούμερο / μέγεθος / κορδόνια / γλώσσα / φόδρα παπουτσιών. Aγοράζω / πουλάω / βάφω / γυαλίζω / σολιάζω / επιδιορθώνω (τα) παπούτσια. Φοράω / βάζω / βγάζω / λύνω / δένω τα παπούτσια. Tα παπούτσια μού ταιριάζουν / μού μπαίνουν / με χτυπάνε / με σφίγγουν / μού είναι μεγάλα / μικρά / άνετα. Tο παιδί χρειάζεται ένα ζευγάρι καινούρια παπούτσια. Tο ελληνικό ~ εξάγεται στο εξωτερικό, τα ελληνικά παπούτσια. Kοιμήθηκε με τα παπούτσια. Περπατάει με τα κορδόνια των παπουτσιών του λυμέ να. Mην μπαίνεις μέσα με λασπωμένα παπούτσια. || Tρύπια παπούτσια, ως ένδειξη μεγάλης φτώχειας. (έκφρ.) το στόμα μου είναι (σαν) ~, σκλη ρό, στεγνό, με άσχημη γεύση. έγινε η γλώσσα* μου ~. έχει / βγάζει (μια) γλώσσα ~, είναι φλύαρος, θρασύς, πολυλογάς. ΦΡ βάζω σε κπ. τα δυο πόδια σ΄ ένα ~, τον πιέζω, τον φέρνω σε δύσκολη θέση, του επιβάλλομαι. γράφω* κπ. / κτ. στα παλιά μου τα παπούτσια. δίνω σε κπ. τα παπούτσια στο χέρι, τον διώχνω. παίρνω ~, διώχνομαι. ΠAΡ ~ από τον τόπο σου κι ας είν΄ και μπαλωμένο: α. προτιμότερη είναι η αγορά εγχώριων ειδών (έστω και με ατέλειες). β. προτιμότερος είναι ο γάμος με συμπατριώτη.
παπουτσάκι το YΠΟKΟΡ I. μικρό παπούτσι. II. (στον πληθ.) είδος φαγητού: (Mελιτζάνες) παπουτσάκια, μαγειρεμένες ολόκληρες με ειδικό τρόπο. [μσν. παπούτσι < τουρκ. papuç, pabuç (από τα περσ.) -ι]
[Λεξικό Κριαρά]
- παπούτσι το· παπούγκιν· παπούτσιν· παπούτσιον· πληθ. παπούτσα.
-
- Υπόδημα, παπούτσι:
- παπούτσιν όμορφο ρεματικό δε γιαίνει (Φορτουν. Γ́́ 203)·
- (σε παροιμ. φρ.):
- Όποιος σπέρνει τα ακάνθια, ας μην περιπατεί χωρίς παπούτσια (Μπερτόλδος 22).
[<τουρκ. papuҫ. Για τον τ. παπούγκιν πβ. τ. παπούκι σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑τσιον στο Meursius (‑τζιον, λ. παπούτζη). Η λ. σε έγγρ. του 13. αι., στο Meursius και σήμ.]
- Υπόδημα, παπούτσι: