Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παπουτσής ο [paputsís] Ο8 : (παρωχ.) τσαγκάρης, υποδηματοποιός.
[μσν. παπουτσής < παπούτσ(ι) -ής]
[Λεξικό Κριαρά]
- παπουτσής ο.
-
- Υποδηματοποιός, τσαγκάρης:
- (Αιτωλ., Μύθ. 10213).
[<τουρκ. papuҫҫu. Πβ. λ. παπουτσάς στο Du Cange (‑τζάς, λ. παπούτζη). Η λ. στο Somav. (λ. ‑τζάς) και σήμ.]
- Υποδηματοποιός, τσαγκάρης: