Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παπικός, επίθ.,
- βλ. παππικός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παπικός -ή -ό [papikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον πάπα, στη δυτική εκκλησία, στον καθολικισμό: Παπική εκκλησία / τιάρα. Παπικό κράτος, το Bατικανό. ~ θρόνος.
[λόγ. πάπ(ας) -ικός μτφρδ. μσνλατ. papalis (διαφ. το ελνστ. παππικός `κληρονομημένος από τον παππού΄)]