Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παπιγιόν το [papijón] & παπιόν το [pap
ón] Ο (άκλ.) : λαιμοδέτης με φιόγκο σε σχήμα πεταλούδας: Φορούσε σμόκιν και ~. [λόγ. < γαλλ. nœud papillon `κόμπος γραβάτας σε μορφή πεταλούδας΄· αποβ. του μεσοφ. [j] και αφομ. ηχηρ. [p-j > p-
] ]