Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παπαδιά η [papaδjá] Ο24 : η γυναίκα παπά, η πρεσβυτέρα.
[ελνστ. παπαδία (< παπάς) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- παπαδία η· παπαδιά.
-
- α) Σύζυγος παπά, πρεσβυτέρα:
- Η παπαδιά παρέπεσεν … και καθαιρούσιν τον παπάν! (Γλυκά, Στ. 270· Βακτ. αρχιερ. 187)·
- β) (ειρων.) ιέρισσα:
- παπαδίαν αληθινήν εχειροτόνησέν σε (Πουλολ. 493).
[<πληθ. του ουσ. παπάς + κατάλ. ‑ία. Ο τ. στο Somav. και σήμ. Η λ. τον 6. αι. και σήμ. ιδιωμ.]
- α) Σύζυγος παπά, πρεσβυτέρα: