Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παπαγαλίστικος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παπαγαλίστικος -η -ο [papaγalístikos] Ε5 : που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε παπαγάλο2: Παπαγαλίστικο διάβασμα. παπαγαλίστικα ΕΠIΡΡ.

[παπαγάλ(ος)2 -ίστικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες