Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παπαγαλίστικος -η -ο [papaγalístikos] Ε5 : που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε παπαγάλο2: Παπαγαλίστικο διάβασμα.
παπαγαλίστικα ΕΠIΡΡ. [παπαγάλ(ος)2 -ίστικος]