Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παπαγαλίζω [papaγalízo] Ρ2.1α : 1. επαναλαμβάνω μηχανικά λόγια άλλων, μιλώ όπως ο παπαγάλος: Παπαγαλίζουν τα λόγια του αρχηγού τους. 2. απομνημονεύω, αποστηθίζω μηχανικά ένα κείμενο, ένα μάθημα κτλ. χωρίς να κατανοώ ή να αφομοιώνω το περιεχόμενό του: Οι μαθητές έμαθαν να παπαγαλίζουν χωρίς να εμπεδώνουν τα μαθήματα. 3. μιμούμαι τη συμπεριφορά, τις πράξεις άλλων· πιθηκίζω.
[λόγ. παπαγαλ(ισμός) -ίζω (αναδρ. σχημ.)]