Παράλληλη αναζήτηση
50 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- πάπα ο,
- βλ. πάπας.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παπα- [papa] : άκλιτη και άτονη προτακτική λέξη ως α' συνθετικό σε χαλαρά σύνθετα αρσενικά κύρια ονόματα ιερέων, συνήθ. πρεσβυτέρων· ακολουθείται από το ενωτικό (-): παπα-Γιώργης, παπα-Δημήτρης.
[< παπάς με εξασθένιση της λ. που λειτουργεί ως πρόθημα (σύγκρ. Aϊ-)]
[Λεξικό Κριαρά]
- παπα‑ ο,
- βλ. παπάς.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παπαγαλία η [papaγalía] Ο25 : (προφ.) η μηχανική απομνημόνευση, η αποστήθιση ενός κειμένου, μαθήματος κτλ. χωρίς την παράλληλη κατανόηση ή αφομοίωση του περιεχομένου του. || (ως επίρρ.): Έμαθε / είπε το μάθημα ~.
[λόγ. παπαγάλ(ος) -ία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παπαγαλίζω [papaγalízo] Ρ2.1α : 1. επαναλαμβάνω μηχανικά λόγια άλλων, μιλώ όπως ο παπαγάλος: Παπαγαλίζουν τα λόγια του αρχηγού τους. 2. απομνημονεύω, αποστηθίζω μηχανικά ένα κείμενο, ένα μάθημα κτλ. χωρίς να κατανοώ ή να αφομοιώνω το περιεχόμενό του: Οι μαθητές έμαθαν να παπαγαλίζουν χωρίς να εμπεδώνουν τα μαθήματα. 3. μιμούμαι τη συμπεριφορά, τις πράξεις άλλων· πιθηκίζω.
[λόγ. παπαγαλ(ισμός) -ίζω (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παπαγάλισμα το [papaγálizma] Ο49 : μηχανική απομνημόνευση κειμένων, μαθημάτων κτλ. ή επανάληψη λόγων, πράξεων, συμπεριφοράς άλλων.
[λόγ. παπαγαλισ- (παπαγαλίζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παπαγαλισμός ο [papaγalizmós] Ο17 : το παπαγάλισμα.
[λόγ. < ιταλ. pappagallismo < pappagall(o) = παπαγάλ(ος) -ismo = -ισμός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παπαγαλιστί [papaγalistí] επίρρ. : (λόγ.) με τρόπο παπαγαλίστικο.
[λόγ. παπαγάλ(ος)2 -ιστί]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παπαγαλίστικος -η -ο [papaγalístikos] Ε5 : που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε παπαγάλο2: Παπαγαλίστικο διάβασμα.
παπαγαλίστικα ΕΠIΡΡ. [παπαγάλ(ος)2 -ίστικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παπαγάλος ο [papaγálos] Ο18 : 1α. πουλί τροπικών περιοχών με χοντρό κυρτό ράμφος και με έντονα συνήθ. χρώματα (όπου κυριαρχεί το πράσινο), που έχει την ιδιότητα να μιμείται την ανθρώπινη φωνή ή άλλους ήχους: Mέσα στο κλουβί ήταν δυο πολύχρωμοι παπαγάλοι. β. (τεχν.) εργαλείο (οδοντωτό κλειδί) που μοιάζει με ράμφος παπαγάλου. 2. (μτφ.) άνθρωπος φλύαρος, που επαναλαμβάνει άκριτα τα λόγια άλλων ή που αποστηθίζει μηχανικά κτ. (κείμενο κτλ.) χωρίς να το κατανοεί ή να το αφομοιώνει: Είναι πολύ καλός μαθητής, δεν είναι ~.
παπαγαλάκι το YΠΟKΟΡ. [1: αντδ. < ιταλ. pappagallo -ς < μσν. παπαγάς (παρετυμ. gallo `κόκορας΄) < αραβ. babagā· 2: σημδ. ιταλ. pappagallo]