Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παπάρι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παπάρι το [papári] Ο44 : (λαϊκ., προφ.) α. το ανδρικό γεννητικό μόριο και στον πληθ. τα γεννητικά όργανα, οι όρχεις. || (πληθ., επιφωνηματικά) παπάρια!, ανοησίες, ψέματα. β. για να χαρακτηρίσουμε κάποιο αντικείμενο που μας έχει ενοχλήσει, εμποδίσει κτλ.: Πάρ΄ το αυτό το ~ από δω.

[ίσως παπάρ(α) υποκορ. ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παπαριά η [paparjá] Ο24 (συνήθ. πληθ.) : (λαϊκ.) λόγια ψεύτικα, ανοησίες, ψέματα: Ποιος σου τις είπε αυτές τις παπαριές;

[παπάρ(ι) -ιά]

[Λεξικό Κριαρά]
παπαρίζω· παμπαρίζω.
  • 1) Μιλώ σε νηπιακή γλώσσα· (κατ’ επέκταση) μιλώ ακατανόητα, φλυαρώ:
    • Αλβανούς, Βλάχους, Κουμάνους, ούτοι κράζουν και βοώσι, και σαλπίζουν, παπαρίζουν (Λέοντ., Αίν. I 13· Θρ. Κων/π. Βαρβ. 34).
  • 2) Χαϊδεύω·
    • (εδώ ερωτικά):
      • Ήτις γυνή πορνεύσει με ετέραν γυναίκαν, παμπαρίζοντες (Κανον. διατ. Β́ 546.)>

[<νηπ. εκφώνημα παπα (= «πατέρας»· πβ. και το αρχ. παππάζω) ή <ηχομιμητική λ. πα … πα (= «το κτύπημα των δακτύλων των χεριών») + κατάλ. ηχομιμητικών ρ. σε ‑ρίζω. Η λ. στο Du Cange και σήμ. λογοτ. (ΑΛΝΕ)]

[Λεξικό Κριαρά]
παπαριστώντα, επίρρ.· παππαριστώντα.
  • Χαϊδευτικά·
    • (προκ. για ερωτικά χάδια):
      • Ήτις γυνή πορνεύσει με ετέραν γυναίκαν, μια με την άλλην παππαριστώντα, ακοινώνητη χρόνους γ́ (Κανον. διατ. Ά 1128-9).

[<επίθ. *παπαριστός (ή επίρρ. *παπαριστά) <παπαρίζω (βλ. λ.) + κατάλ. ‑ώντα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες