Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παπάρα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παπάρα η [papára] Ο25 : (οικ.) 1. κομμάτια ψωμιού βουτηγμένα σε νερό, σε γάλα, σε σούπα κτλ.: Tο παιδί έφαγε την ~ του. M΄ αρέσει τη σούπα μου να την κάνω ~. ΦΡ τρώω ~, υφίσταμαι έντονη παρατήρηση, επίπληξη, κατσάδιασμα. 2. (μτφ.) (συνήθ. πληθ.) ανόητα, επιπόλαια, υπερβολικά λόγια: Aυτά που λες είναι παπάρες.

[ιταλ. (διαλεκτ.) pappara]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παπαράτσι ο [paparátsi] Ο (άκλ.) : ανεξάρτητος φωτογράφος που κυνηγάει φορτικά διασημότητες για να τις φωτογραφίσει (κυρ. στην ιδιωτική τους ζωή): Hθοποιός γρονθοκόπησε ενοχλητικό ~.

[ιταλ. paparazzi, πληθ. του paparazzo από όν. φωτογράφου στο φιλμ La dolce vita του F. Fellini με βάση διαλεκτ. ονομασία του μυδιού που ανοιγοκλείνει όπως ο φακός της μηχανής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες