Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παξιμάδι
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Κριαρά]
παξιμάδι το,
βλ. παξιμάδιν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παξιμάδι 1 το [paksimáδi] Ο44 : αρτοσκεύασμα ψημένο καλά (ή δύο φορές) για να γίνει πολύ σκληρό και ξερό· (πρβ. γαλέτα, φρυγανιά). ΦΡ ξεραίνει* το σκατό του και το κάνει ~. ΠAΡ ΦΡ θέλει βρεμένο το ~, τα θέλει όλα έτοιμα, είναι πολύ τεμπέλης.

[μσν. παξιμάδι < παξιμάδιον < παξαμάδιον (ανομ;) υποκορ. του ελνστ. παξαμ(άς) -άδιον = -άδι από το όν. του αρτοποιού Παξαμά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παξιμάδι 2 το : (τεχν.) κινητό περικόχλιο· μεταλλικό εξάρτημα (μικρός τετράγωνος ή εξάγωνος δίσκος) με τρύπα η οποία έχει εσωτερικό σπείρωμα για να βιδώνεται μέσα σε αυτήν βίδα.

[< παξιμάδι 1 από ομοιότητα του σχήματος(;)]

[Λεξικό Κριαρά]
παξιμαδίζω.
  • Τρώω παξιμάδι:
    • ο παπάς κι οι μοναχοί … παξιμαδίζουν (Παϊσ., Ιστ. Σινά 111).

[<ουσ. παξιμάδιν + κατάλ. ‑ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
παξιμάδιν το· απαξιμάδιν· απαξιμάδιον· παξιμάδι· ποξαμάτιν· πληθ. παξιμαδία.
  • 1) Παξιμάδι:
    • το νερόν του κριθίνου παξιμαδίου δίδει … ωφέλειαν (Αγαπ., Γεωπον. 197).
  • 2) (Συνεκδ.)·
    • (εδώ) κομμάτι:
      • κυπρίνου παξιμάδια (Προδρ. IV 207).
  • Έκφρ. παξιμάδι του μυστηρίου = ο άγιος άρτος που παρασκευάζεται τη Μ. Πέμπτη:
    • (Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 28).

[<μτγν. παξαμάδιον. Ο τ. απαξιμάδι(ο)ν με ανάπτυξη του α. Ο τ. ‑ι στο Βλάχ. και σήμ. Τ. παξαμάτιον τον 5. αι. και σε Γλωσσάρ. Ο τ. ποξαμάτιν και τ. παξιμάτιν και ποξομάτιν σήμ. κυπρ. Η λ. το 10. αι. και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες