Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- πανωλεθρίως, επίρρ.
-
- Ανόσια, αποτρόπαια:
- κατέσφαξαν τους πάντας … σφάττων των ανδρών πανωλεθρίως (Ερμον. Χ 256).
[<επίθ. πανωλέθριος. Η λ. τον 5. αι. (TLG)]
- Ανόσια, αποτρόπαια: