Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πανωλεθρία η [panoleθría] Ο25 : πλήρης όλεθρος, παντελής καταστροφή ή ήττα: H ~ των Περσών στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Παθαίνω ~, καταστρέφομαι ή ηττώμαι ολοκληρωτικά. Οικονομική ~, καταστροφή. Εκλογική ~, ήττα.
[λόγ. < αρχ. πανωλεθρία]
[Λεξικό Κριαρά]
- πανωλεθρία η.
-
- Ολοκληρωτική καταστροφή, τέλεια εξόντωση:
- (Δούκ. 3812).
[αρχ. ουσ. πανωλεθρία. Η λ. και σήμ.]
- Ολοκληρωτική καταστροφή, τέλεια εξόντωση: