Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παντρειά η [pandriá] Ο24 : το να παντρεύεται κάποιος ή κάποια, να παίρνει σύζυγο: Kοπέλα / κορίτσι της παντρειάς, σε ηλικία γάμου. ΦΡ με το ζόρι* ~ (δε γίνεται).
[μσν. παντρεία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < υπανδρεία (προφ. [nd] ) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. που θεωρήθηκε άρθρο < υπανδρ(εύω) (προφ. [nd] ) (δες παντρεύω) -εία]
[Λεξικό Κριαρά]
- παντρειά η· απανδρειά· πανδρεία· πανδρειά· υπανδρεία· υπαντρεία.
-
- 1) Νόμιμη σύζευξη άνδρα και γυναίκας, δεσμός γάμου:
- να τους εσμίξεις (ενν. θεέ Υμέναιε) και της παντρειάς τους τον καλόν κόμπον να τους εσφίξεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1523]· Φορτουν. Δ́ 348)·
- φρ. (συνεκδ.) πλακώνω στρώμα της παντρειάς = παντρεύομαι:
- (Ροδολ. Ά 608).
- 2) Θεσμός γάμου:
- Ευρίσκονται κάποιες διαφορετικές συνήθειες τριγύρου στες υπανδρείες (Χριστ. διδασκ. 492).
- 3) Τελετή γάμου:
- Ομπρός στους όποιους βούλομαι τούτη πανδρεία να γένει (Θησ. ΙΒ́ [313]).
- 4) Διαπραγμάτευση προς σύναψη γάμου, συνοικέσιο:
- όλα του (ενν. του Δεσπότη) τ’ αφηγήθησαν, … το πώς εκαταστήσασιν την υπαντρείαν εκείνην (Χρον. Μορ. H 3126).
- 5) Πρόταση γάμου:
- τη θυγατέρα μου πα νά 'βρω, να τση δώσω λόγο για τούτη την παντρειά, τη γνώμη τση να γνώσω (Ερωφ. Ά 550· Απολλών. 41).
[<ουσ. υπανδρεία (Du Cange, λ. ύπανδρος και σήμ. ποντ.). Οι τ. πανδρεία και πανδρειά στο Du Cange (ό.π., πανδρεία και πανδριά αντίστοιχα). Ο τ. υπαντρεία σε έγγρ. του 17.-18. αι. και σήμ. ποντ. Τ. ‑εία στο Somav. (λ. πανδρία) και σήμ. ποντ., όπου και τ. υπαντρίγια. Τ. παντριγιά στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Νόμιμη σύζευξη άνδρα και γυναίκας, δεσμός γάμου: