Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παντού
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παντού [pandú] επίρρ. τοπ. : με αναφορά στο κάθε σημείο, σε όλα τα μέρη: Σκορπίζει ~ δροσιά. Έψαξε ~, στα πιο απίθανα μέρη. Πονάω ~, σε όλο το σώμα. Tαξίδεψαν ~, σε όλο τον κόσμο. Tα νέα απλώθηκαν ~. Είναι ~ διάχυτη η γνώμη ότι θα γίνουν εκλογές, όλοι το πιστεύουν. Tο κουβαλάει ~, όπου κι αν πάει. Tον ακολούθησε ~. Έτρεξαν από ~ να βοηθήσουν, από όλα τα σημεία, από όλες τις γειτονιές. Aπό ~ και προς όλες τις κατευθύνσεις. Zωσμένος / περιτριγυρισμένος από ~, από όλες τις μεριές. Πιεσμένος από ~. (έκφρ.) ~ και πάντα*. ~ τα πάντα, επιφωνηματικό σχόλιο με το οποίο ο ομιλητής διαπιστώνει ότι κάτι αρνητικό, μη επιθυμητό ισχύει, συμβαίνει παντού. ΦΡ χώνω* τη μύτη μου ~.

[μσν. παντού < πάντα με τροπή > -ού αναλ. προς τα πού, αλλού, αυτού]

[Λεξικό Κριαρά]
παντού, επίρρ.
  • 1) (Γενικά) σ’ όλα τα μέρη, σ’ όλο τον κόσμο:
    • Ήλιε μου, ανάτειλε παντού (Ανακάλ. 57· Σαχλ., Αφήγ. 906).
  • 2)
    • α) Σ’ όλη την έκταση ενός τόπου ή μιας επιφάνειας:
      • Η Βεργάδα έναι νησί … και έχει παντού καλό ράξιμο (Πορτολ. Α 19615
    • β) (μεταφ., προκ. για βιβλίο) σε όλα τα σημεία:
      • 'δέ πώς εγώ παντού φιλώ σε σέναν (ενν. βιβλιόν) φίλα κι εσού το χέριν της για μένα (Κυπρ. ερωτ. 215).
  • 3) Οπουδήποτε, σε οποιοδήποτε μέρος:
    • γυρίζω εις την χώραν απέσω και έξω και παντού (Σαχλ., Αφήγ. 888).
  • 4) Σε οποιαδήποτε περίσταση, σε κάθε ευκαιρία:
    • ειδ’ ίσως και ευρεθεί άνθρωπος, χαρίσει σε τι πράγμα …, εμπρός και πίσω και παντού δος τον ευχαριστίας (Σπαν. (Μαυρ.) P 97).

[<επίρρ. πάντα κατά τα επιρρ. αυτού, που, πανταχού, κλπ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
παντουβανάτος, επίθ.
  • (Προκ. για αβγό) μεγάλου μεγέθους, από όρνιθες της Πάδοβας ή σαν αυτό:
    • (Κατζ. Δ́ 66).

[<ουσ. Παντουβάνος (βλ. Παδοβάνος) + κατάλ. ‑άτος]

[Λεξικό Κριαρά]
παντούθεν, επίρρ.,
βλ. πάντοθεν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παντούρα η [pandúra] & μπαντούρα η [bandúra] & μαντούρα η [mandú ra] Ο25 : πνευστό λαϊκό όργανο από καλάμι, με μονό γλωσσίδι.

[ελνστ. πανδούρα (προφ. [nd] ) ανατολ. προέλ. `τρίχορδο λαούτο΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-pan > timban > tim-ban] · ίσως επίδρ. του ιταλ. mandura (ίσως < παντούρα)]

[Λεξικό Κριαρά]
παντούρα η,
βλ. πανδούρα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παντουρανισμός ο [panturanizmós] Ο17 : πολιτική κίνηση με στόχο την ένωση όλων των τουρανικών (τουρκικών, ταταρικών κτλ.) λαών της Aσίας· (πρβ. παντουρκισμός): Ο ~ της Tουρκίας.

[λόγ. < αγγλ. Ρan-Turanism < pan- = παν- + Turan αρχ. περιοχή της κεντρικής Aσίας -ism = -ισμός]

[Λεξικό Κριαρά]
παντουργέτης ο.
  • Ο δημιουργός των πάντων, ο Θεός:
    • η φλόγα δρόσος δείκνυται υπό του Παντουργέτου (Φλώρ. 1770).

[<επίθ. παντουργός (βλ. λ.) με επίδρ. του ουσ. ευεργέτης. Η λ. τον 6. ή 8. αι.]

[Λεξικό Κριαρά]
παντουργός, επίθ.
  • 1) (Ως επίθ. του Θεού) που δημιούργησε τα πάντα:
    • (Διγ. Α 2808).
  • 2) (Ως ουσ. προκ. για το Θεό):
    • σε σένα τον … Θεόν μου, τον … πλάστην μου και άξιον παντουργόν μου (Θυσ. 1152).

[αρχ. επίθ. παντουργός. Τ. ‑ρκός σήμ. κυπρ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παντουρκισμός ο [panturkizmós] Ο17 : πολιτική κίνηση με στόχο την ένωση όλων των τουρκόφωνων λαών της Aσίας· (πρβ. παντουρανισμός).

[λόγ. παν- + Tούρκ(οι) -ισμός κατά το πανισλαμισμός]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες