Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παντομίμα η [pandomíma] Ο25 : θεατρικό είδος κατά το οποίο η δράση δεν αποδίδεται με το λόγο, αλλά μόνο με κινήσεις, στάσεις και χειρονομίες· μιμόδραμα: Θίασος παντομίμας. || (επέκτ.) τρόπος έκφρασης και συνεννόησης όχι με το λόγο, αλλά μόνο με χειρονομίες.
[λόγ. < γαλλ. pantomim(e) (θηλ.) -α < pantomime (αρσ.) `ηθοποιός που παίζει με κινήσεις χωρίς να μιλάει΄ < λατ. pantomimus < ελνστ. παντόμιμος (ίδ. σημ.)]