Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παντοκράτορας ο [pandokrátoras] Ο5 : 1. ο κυρίαρχος των πάντων, ολόκληρου του κόσμου. 2. (εκκλ.) Παντοκράτορας, ο Θεός ή ο Xριστός. || (ειδικότ.) Ο Xριστός Παντοκράτορας, καθορισμένη παράσταση του Xριστού στον τρούλο ορθόδοξης εκκλησίας.
[λόγ. < ελνστ. παντοκράτωρ, αιτ. -ορα]