Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παντοδύναμος, επίθ.
-
- 1)
- α) Που μπορεί να κάνει τα πάντα, πανίσχυρος, παντοδύναμος:
- σε κράζουν (ενν. θεά) πως παντοδύναμή 'σαι (Πιστ. βοσκ. IV 7, 46)·
- κραταιᾴ χειρί, παντοδυνάμῳ (Γλυκά, Αναγ. 284)·
- β) (προκ. για το Θεό):
- Θεέ μου παντοδύναμε, αν είναι θέλημά σου (Ιστ. Βλαχ. 2473).
- α) Που μπορεί να κάνει τα πάντα, πανίσχυρος, παντοδύναμος:
- 2) (Ως ουσ.) ο Θεός:
- ο Παντοδύναμος, ο ποιητής του κόσμου (Ch. pop. 321).
[μτγν. επίθ. παντοδύναμος. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παντοδύναμος -η -ο [pandoδínamos] Ε5 : 1. που μπορεί να επιτύχει τα πάντα, που έχει απεριόριστη δύναμη, ισχύ· πανίσχυρος. 2. συνήθ. ως επωνυμία ή επιθετικός προσδιορισμός του Θεού: Παντοδύναμε Θεέ, άκουσε την προσευχή μας. || (ως ουσ.) ο Παντοδύναμος: Aς τον βοηθήσει ο Παντοδύναμος.
[λόγ. < ελνστ. παντοδύναμος]