Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παντογνώστης ο [pandoγnóstis] Ο10 θηλ. παντογνώστρια [pandoγnó stria] Ο27 στη σημ. 1 : 1. ως χαρακτηρισμός προσώπου που γνωρίζει τα πάντα: Πάψε να μας ρωτάς συνέχεια· δεν είμαστε και παντογνώστες. || (συνήθ. ειρ.): Mιλούσε με ύφος παντογνώστη. 2. Παντογνώστης, ο Θεός.
[λόγ. παντο- + γνώστης μτφρδ. γαλλ. omniscient (< μσνλατ. omniscientia δες στο παντογνωσία)· λόγ. παντογνώσ(της) -τρια]