Παράλληλη αναζήτηση
53 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παντο- [pando] & παντ- [pand], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν & πανθ- [panθ], σε παλαιότερη σύνθεση όταν το β' συνθετικό άρχιζε από δασυνόμενο φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. συμπληρώνει τη ρηματική σημασία του β' συνθετικού: ~γνώστης, ~πώλης, αυτός που γνωρίζει, πουλάει τα πάντα. || πανθομολογούμενος. 2. επιτείνει τη σημασία του επιθέτου που υπάρχει ως β' συνθετικό: παντέρημος.
[1: λόγ. < αρχ. παντ(ο)- θ. παντ- του επιθ. πᾶς `κάθε είδους, των πάντων΄ -ο- ως α' συνθ.: αρχ. παντο-πώλης, ελνστ. παντο-δύναμος, μσν. Παντ-άνασσα· 2: θ. του επιρρ. παντ(ού) -ο-· λόγ. < ελνστ. πανθ- < παντ(ο)- πριν από το σύμφ. [h] (δες δασεία): ελνστ. πανθ-αμαρτωλός `πολύ αμαρτωλός΄]
- παντογνωσία η [pandoγnosía] Ο25 : η ιδιότητα του παντογνώστη.
[λόγ. παντο- + γνώσ(ις) -ία μτφρδ. μσνλατ. omniscientia]
- παντογνώστης ο [pandoγnóstis] Ο10 θηλ. παντογνώστρια [pandoγnó stria] Ο27 στη σημ. 1 : 1. ως χαρακτηρισμός προσώπου που γνωρίζει τα πάντα: Πάψε να μας ρωτάς συνέχεια· δεν είμαστε και παντογνώστες. || (συνήθ. ειρ.): Mιλούσε με ύφος παντογνώστη. 2. Παντογνώστης, ο Θεός.
[λόγ. παντο- + γνώστης μτφρδ. γαλλ. omniscient (< μσνλατ. omniscientia δες στο παντογνωσία)· λόγ. παντογνώσ(της) -τρια]
- παντοδεσπότης ο.
-
- Αυτός που είναι κύριος όλων·
- (εδώ ως προσφών. του βυζ. αυτοκράτορα):
- «Ήξευρε, παντοδέσποτα» λέγουν (ενν. οι άρχοντες) προς βασιλέα (Ριμ. Βελ. ρ 513).
- (εδώ ως προσφών. του βυζ. αυτοκράτορα):
[<παντ(ο)‑ + ουσ. δεσπότης]
- Αυτός που είναι κύριος όλων·
- παντοδοξασμένος, μτχ. επίθ.
-
- Που έχει δοξαστεί από όλους στον κόσμο:
- η Κρήτης η περίφημη, η παντοδοξασμένη (Τζάνε, Κρ. πόλ. 56420).
[<παντ(ο)‑ + μτχ. παρκ. του δοξάζω]
- Που έχει δοξαστεί από όλους στον κόσμο:
- παντοδοχείο το· πανταδοχείο.
-
- Ξενοδοχείο, ξενώνας·
- (εδώ) νοσοκομείο:
- Τους λαβωμένους πάσινε εις το πανταδοχείο (Τζάνε, Κρ. πόλ. 29411).
- (εδώ) νοσοκομείο:
[<ουσ. πανδοχείο με αντικατάσταση του ά συνθ. παν‑ από το παντο‑]
- Ξενοδοχείο, ξενώνας·
- παντοδυναμία η [pandoδinamía] Ο25 : η ιδιότητα του παντοδύναμου· το να είναι κάποιος παντοδύναμος, να έχει απόλυτη ή μεγάλη δύναμη: H ~ του Θεού. H ~ των μέσων μαζικής ενημέρωσης / του τύπου.
[λόγ. παντοδύναμ(ος) -ία]
- παντοδύναμος, επίθ.
-
- 1)
- α) Που μπορεί να κάνει τα πάντα, πανίσχυρος, παντοδύναμος:
- σε κράζουν (ενν. θεά) πως παντοδύναμή 'σαι (Πιστ. βοσκ. IV 7, 46)·
- κραταιᾴ χειρί, παντοδυνάμῳ (Γλυκά, Αναγ. 284)·
- β) (προκ. για το Θεό):
- Θεέ μου παντοδύναμε, αν είναι θέλημά σου (Ιστ. Βλαχ. 2473).
- α) Που μπορεί να κάνει τα πάντα, πανίσχυρος, παντοδύναμος:
- 2) (Ως ουσ.) ο Θεός:
- ο Παντοδύναμος, ο ποιητής του κόσμου (Ch. pop. 321).
[μτγν. επίθ. παντοδύναμος. Η λ. και σήμ.]
- 1)
- παντοδύναμος -η -ο [pandoδínamos] Ε5 : 1. που μπορεί να επιτύχει τα πάντα, που έχει απεριόριστη δύναμη, ισχύ· πανίσχυρος. 2. συνήθ. ως επωνυμία ή επιθετικός προσδιορισμός του Θεού: Παντοδύναμε Θεέ, άκουσε την προσευχή μας. || (ως ουσ.) ο Παντοδύναμος: Aς τον βοηθήσει ο Παντοδύναμος.
[λόγ. < ελνστ. παντοδύναμος]
- παντοειδής -ής -ές [pandoiδís] Ε10 : (λόγ.) κάθε είδους· ποικίλος: Παντοειδή σχόλια.
[λόγ. < μσν. παντοειδής < παντο- + -ειδής, κατά το αρχ. παντοδαπός `κάθε είδους΄]