Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παντεσπάνι το [pandespáni] Ο44 : παρασκεύασμα της ζαχαροπλαστικής από αλεύρι, αυγά και ζάχαρη, που ψήνεται σε φούρνο: Tούρτα με ~ και σοκολάτα.
[βεν. pan de Spagna `ψωμί της Ισπανίας΄ θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. < ιταλ. pan di Spagna]