Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παντεπόπτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
παντεπόπτης ο.
  • (Ως προσων. του Θεού) αυτός που επιβλέπει τα πάντα:
    • (Απολλών. 129), (Γεωργηλ., Βελ. Λ 189).

[μτγν. ουσ. παντεπόπτης. Η λ. και σήμ. εκκλ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες