Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παντελώς, επίρρ.· παντέλως· πατελώς.
-
- 1)
- α) Τελείως, εντελώς:
- (Διακρούσ. 869), (Καλλίμ. 1058)·
- β) ολοσχερώς, ολοκληρωτικά, σ’ όλη την έκταση, απ’ άκρη σ’ άκρη:
- τας δε ετέρας νήσους ηρήμωσεν αυτάς παντελώς (Έκθ. χρον. 8033· Κορων., Μπούας 97)·
- γ) (εδώ προκ. για ένδυμα) από πάνω μέχρι κάτω:
- ενεδυσάμην παντελώς πτενότατον μαχλάμι (Διγ. Α 3715).
- α) Τελείως, εντελώς:
- 2) (Σε αρνητ. πρόταση) καθόλου, με κανένα τρόπο:
- με τον Μιχάλη παντελώς δεν ήθελεν φιλίαν (Σταυριν. 572· Διγ. Άνδρ. 35031).
[αρχ. επίρρ. παντελώς. Η λ. και σήμ.]
- 1)