Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παντελής, επίθ.
-
- Ολοσχερής, ολοκληρωτικός:
- (Δούκ. 419), (Διγ. Gr. 644)·
- έκφρ. εις το παντελές =
- (α) οπωσδήποτε, με κάθε τρόπο:
- (Διήγ. Βελ. N2 72)·
- (β) για πάντα:
- (Ιερακοσ. 38620).
- (α) οπωσδήποτε, με κάθε τρόπο:
[αρχ. επίθ. παντελής. Η λ. και σήμ.]
- Ολοσχερής, ολοκληρωτικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παντελής -ής -ές [pandelís] Ε10 : ολοκληρωτικός, ολοσχερής: ~ έλλειψη. ~ καταστροφή. ~ άγνοια.
παντελώς ΕΠIΡΡ από κάθε άποψη, ολοσχερώς· συνήθ. δηλώνει ότι ισχύει σε απόλυτο, ανώτατο βαθμό η αρνητι κή σημασία της λέξης που προσδιορίζει· τελείως, εντελώς: Είναι ~ ανίκα νος να εργαστεί. Είναι ~ ανίκανος προς εργασία. Είναι ~ αναξιόπιστος / διεφθαρμένος. Kαταστράφηκε ~, ολοσχερώς. [λόγ. < αρχ. παντελής, παντελῶς]