Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παντατίφ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παντατίφ το [pandatíf] Ο (άκλ.) : κόσμημα που κρεμιέται από το λαιμό με μικρή αλυσίδα.

[λόγ. < γαλλ. pendentif (προφ. [p\'Ε3d\'Ε3tif] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες