Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανταίτιος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
πανταίτιος, επίθ.
— Βλ. και παναίτιος.
  • (Ως επίθ. του Θεού και του Αγίου Πνεύματος) που είναι η αιτία των πάντων:
    • (Σταυριν. 1312), (Αρσ., Κόπ. διατρ. [492]).

[<παντ(ο)‑ + επίθ. αίτιος. Η λ. τον 6. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες